Στις 29 Ιουλίου 2019 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε την πολυαναμένομενη απόφαση του στην υπόθεση Spiegel On line C‑516/17). Στο επίκεντρο της δικαστικής διένεξης τίθεται η σχέση της πνευματικής ιδιοκτησίας με την ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα το ερώτημα εάν η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να λειτουργήσει ως εξωτερικός περιορισμός της πνευματικής ιδιοκτησίας, δηλαδή ως βάση για περιορισμό της προστασίας του δημιουργού πέρα από τις νομοθετικά καθιερωμένες εξαιρέσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ιστορικά η ελευθερία της έκφρασης και η πνευματική ιδιοκτησία εμφανίζονται να βρίσκονται σε αρμονική συνύπαρξη, αφού η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζει στους δημιουργούς την οικονομική και διανοητική ελευθερία που στερούνταν εξαιτίας της εξάρτησής τους από τους χορηγούς και τους μαικήνες. Επιπλέον, η απόδοση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στους δημιουργούς μειώνει και τον κίνδυνο της κρατικής λογοκρισίας, που είναι έντονος όταν η βασική πηγή εσόδων για τον δημιουργό είναι η κρατική χορηγία.
Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή η σχέση αυτή εμφανίζεται συχνά ως συγκρουσιακή, αφού το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας καταγγέλλεται από πολλούς ότι λειτουργεί ως ένας φραγμός στην ελευθερία της έκφρασης, της πληροφόρησης και της ίδιας της δημιουργίας. Η αναγκαία εξισορρόπηση μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και της ελευθερίας έκφρασης πραγματοποιείται σε εσωτερικό επίπεδο μέσα από την καθιέρωση νομοθετικών εξαιρέσεων και περιορισμών της πνευματικής ιδιοκτησίας. Πράγματι, μια σειρά από εξαιρέσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν ως δικαιολογητικό θεμέλιο την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως η εξαίρεση της παράθεσης αποσπασμάτων, η παρωδία ή η χρήση έργων από τον τύπο και μέσα ενημέρωσης για την παρουσίαση της επικαιρότητας. Το ευρωπαϊκό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας έχει προβεί σε εναρμόνιση των εξαιρέσεων και των περιορισμών της πνευματικής ιδιοκτησίας στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/29 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Η διάταξη αυτή έχει καθιερώσει έναν μακρύ, αλλά εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων, υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν στα εθνικά τους δίκαια όσες εξαιρέσεις επιθυμούν από τον κατάλογο του άρθρου 5, αλλά δεν είναι δυνατό να προβλέπουν επιπλέον εξαιρέσεις.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης Spiegel on line παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο κ. Beck, μέλος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας, συνέταξε ένα χειρόγραφο σχετικά με την ποινική πολιτική για τα σεξουαλικά εγκλήματα εις βάρος ανηλίκων. Το χειρόγραφο αυτό είχε περιληφθεί, υπό ψευδώνυμο, ως άρθρο σε συλλογή που δημοσιεύθηκε το 1988. Στο πλαίσιο της δημοσίευσης εκείνης, ο εκδότης είχε τροποποιήσει τον τίτλο του χειρογράφου και είχε συντμήσει μια πρότασή του. Με επιστολή του το 1988, ο Beck διαμαρτυρήθηκε στον εκδότη και απαίτησε ανεπιτυχώς να επισημανθεί, κατά την έκδοση της συλλογής, ότι είχαν γίνει αυτές οι τροποποιήσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Beck είχε επανειλημμένως απαντήσει στις επικρίσεις τις οποίες δέχθηκε για το περιεχόμενο του ως άνω άρθρου ότι το νόημα των γραφομένων του είχε αλλοιωθεί από τον εκδότη της συλλογής, ενώ από το 1993 είχε αποκηρύξει το περιεχόμενο του άρθρου αυτού. Όταν το πρωτότυπο χειρόγραφο ανακαλύφθηκε το 2013, ενώ ο Beck ήταν υποψήφιος στις κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, ο Beck δημοσίευσε το χειρόγραφο στον προσωπικό του ιστότοπο, προσθέτοντας δήλωση αποκήρυξης του περιεχομένου του άρθρου και σημείωση περί του ότι το κείμενο δημοσιεύθηκε χωρίς άδεια και έχει παραποιηθεί, στην επικεφαλίδα και σε ορισμένα σημεία του, από τον εκδότη. Κατόπιν, η διαδικτυακή πύλη ενημέρωσης Spiegel Online δημοσίευσε άρθρο στο οποίο υποστηριζόταν ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του V. Beck, το κεντρικό μήνυμα των γραφομένων του δεν είχε αλλοιωθεί από τον εκδότη και ότι, ως εκ τούτου, είχε παραπλανήσει επί σειρά ετών το κοινό. Πέραν του άρθρου αυτού, το χειρόγραφο και το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην επίμαχη συλλογή ήταν διαθέσιμα στην αρχική τους μορφή μέσω υπερσυνδέσμων. Ο Beck προσέφυγε στη γερμανική δικαιοσύνη επικαλούμενος προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της δημοσιοποίησης του πλήρους κειμένου του χειρογράφου και του άρθρου στον δικτυακό τόπο της Spiegel Online. Στο πλαίσιο της δικαστικής διένεξης, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΕ μια σειρά από προδικαστικά ερωτήματα.
Δεδομένου ότι η δημοσίευση του χειρογράφου από την Spiegel Online δεν καλύπτονταν από κάποια νομοθετικά καθιερωμένη εξαίρεση στον γερμανικό νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (η εξαίρεση στο γερμανικό δίκαιο που επιτρέπει τη χρήση έργων για σκοπούς ενημέρωσης θέτει ως ιδιόμορφη προϋπόθεση την, καταρχήν, λήψη της προηγούμενης συναίνεσης από το δικαιούχο, κάτι που εν προκειμένω δεν έλαβε χώρα), ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η δημοσίευση αυτή, η οποία αφορά τη διάθεση στο κοινό ολόκληρου του κειμένου μέσω υπερσυνδέσμου, μπορεί να θεμελιωθεί απευθείας στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία απολαμβάνει συνταγματική προστασία, προστασία από την ΕΣΔΑ και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
Το ΔΕΕ καταρχήν τάσσεται υπέρ μιας ερμηνείας των εξαιρέσεων της πνευματικής ιδιοκτησίας που διαφυλάσσει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους και σέβεται τον σκοπό τους προκειμένου να διατηρείται, σε επίπεδο δικαιωμάτων και συμφερόντων, μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ δικαιούχων και χρηστών. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η γερμανική εξαίρεση για χρήση έργων για σκοπούς παρουσίασης της επικαιρότητας δεν είναι συμβατή με το άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/29, δεδομένου ότι είναι ιδιαίτερα περιοριστική, καθώς εξαρτά τη δυνατότητα των μέσων ενημέρωσης να πληροφορήσουν το κοινό για επίκαιρα γεγονότα από την προηγουμένη άδεια του δικαιούχου. Το ΔΕΕ προβαίνει, επίσης, σε μια ευρεία ερμηνεία της παρουσίασης έργων για σκοπούς επικαιρότητας. Όπως σημειώνει, μολονότι η απλή αναγγελία ενός επίκαιρου γεγονότος δεν συνιστά παρουσίασή του, ο όρος «παρουσίαση», δεν σημαίνει ότι απαιτείται να αναλύει ο χρήστης λεπτομερώς το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, ως γεγονός της επικαιρότητας νοείται ένα γεγονός το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί κατά τον χρόνο της παρουσίασής του και όχι αναγκαστικά ένα πρόσφατο γεγονός.
Ωστόσο, κατά την κρίση του ΔΕΕ, η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/29. Πρόκειται για μια αυστηρή ερμηνεία, η οποία δίνει έμφαση στην ανάγκη διασφάλισης της ενωσιακής εναρμόνισης στο πεδίο των εξαιρέσεων της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως αυτή έχει τελεστεί μέσω του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/29 και προάγει, συνεπώς, την ασφάλεια του δικαίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ΔΕΕ δεν ακολούθησε στο σημείο αυτό τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος στην Γνώμη του επί της υπόθεσης της 10ης Ιανουαρίου 2019 είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναγνώρισης επιπλέον περιορισμών της πνευματικής ιδιοκτησίας σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου αυτό θα ήταν αναγκαίο για τη διαφύλαξη του πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.
Η περιοριστική προσέγγιση του ΔΕΕ δύναται να καταλήξει σε ανεπιθύμητες συνέπειες, τις οποίες ενδεχομένως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη. Για παράδειγμα, είναι νόμιμη η χρήση ενός προστατευόμενου από την πνευματική ιδιοκτησία έργου για σκοπούς παρωδίας σε έννομες τάξεις όπως η κυπριακή και η ελληνική, όπου οι νομοθεσίες περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν προβλέπουν ρητά αντίστοιχες εξαιρέσεις; Παρά το γεγονός ότι ο κυπριακός νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας εμπεριέχει, όπως και ο αντίστοιχος αγγλικός, την εξαίρεση της «δίκαιης χρήσης» έργων για τον σκοπό της κριτικής ανασκόπησης (άρθρο 7 (2) (α) του Ν. 59/1976), δεν υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο στην κυπριακή έννομη τάξη που να έχει κάνει δεκτή την εφαρμογή της διάταξης αναφορικά με την χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευόμενου από την πνευματική ιδιοκτησία στο πλαίσιο παρωδίας ή γελοιογραφίας. Παράλληλα, η στενή ερμηνεία που δόθηκε από τα αγγλικά δικαστήρια στην αντίστοιχη εξαίρεση της Copyright and Designs Act (s. 30(1) CDPA) αναφορικά με τη δυνατότητα χρήσης έργων για τον σκοπό της παρωδίας ιδιαίτερα μετά από την απόφαση Twentieth Century Fox Film Corp v Anglo-Amalgamated Film Distributors ([1965] 109 S.J. 107) αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 7 (2) (α) του Ν. 59/1976 αναφορικά με κριτική ανασκόπηση μέσω παρωδίας ή σάτιρας. Στο πλαίσιο αυτό, η ρήτρα «δίκαιης χρήσης» ενεργοποιείται μόνο όταν γίνεται κριτική ανασκόπηση του ίδιου του έργου, ενώ η παρωδία δεν αποτελεί πάντοτε χιουμοριστική ανασκόπηση του ίδιου του έργου, αλλά δύναται να χρησιμοποιεί το έργο για την παρουσίαση ενός άλλου θέματος. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που η αγγλική νομοθεσία εισήγαγε το 2014 ειδική εξαίρεση για τη χρήση έργων για σκοπούς παρωδίας και γελοιογραφίας (s. 30A(1) CDPA) .
Στην ελληνική έννομη τάξη, η συγγενής έννοια της σάτιρας διαπλάστηκε από τη νομολογία σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματος προσωπικότητας και την τέλεση συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω σάτιρας με αναφορά στο 14 του Συντάγματος και στο άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Έτσι, ως σάτιρα χαρακτηρίστηκε κάθε μορφή καλλιτεχνικής δραστηριότητας με την οποία τονίζονται, καυτηριάζονται και κατακρίνονται, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά, υπαρκτές καταστάσεις και αναγνωρίσιμες ιδιότητες, υπαρκτά γνωρίσματα, ελαττώματα και ατέλειες του προσώπου που σατιρίζεται, ώστε να διασκεδάσει και να διαπαιδαγωγηθεί ανάλογα το κοινό (βλ. σχετικά: ΕφΑθ 340/2001 ΤΠΔΣΑ, ΑΠ 707/2004 ΠοινΛογ 2004, 810, ΕφΑθ 340/2001 ΤΠΔΣΑ, ΠΠρΠειρ 3117/2005 ΔΙΜΕΕ 2006, 219). Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ότι είναι επιτρεπτά και δεν συνιστούν παράνομη πράξη δημοσιεύματα του τύπου με οξεία ενημερωτική κριτική, δυσμενείς χαρακτηρισμούς για τη συμπεριφορά δημοσίων προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο, κριτική που μπορεί να εμφανίζεται και με σκωπτικό περιεχόμενο σε στήλες εφημερίδων με συνήθη σκωπτική παρουσίαση των γεγονότων, εφόσον ελλείπει ειδικός σκοπός εξυβρίσεως ή καταφρονήσεως του συγκεκριμένου προσώπου (ΑΠ 1393/2004, ΑΠ 1391/2004, ΤΝΠ Nomos). Ανάλογη ήταν και η στάση της κυπριακής νομολογίας στην Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2005 σε σχέση με τη γελοιογραφική παρουσίαση πολιτικού προσώπου σε δημοσιεύματα, η οποία κρίθηκε ότι αποτελεί σατιρική έκφραση της αντίληψης και γνώμης του συντάκτη για όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής της Κύπρου με την κατ’ εξοχή χρήση τέτοιων υπερβολών για όλους τους πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα ((2007) 1 Α.Α.Δ. 1256).
Ωστόσο, ούτε η κυπριακή ούτε η ελληνική νομολογία δεν έχουν ακόμη αποφανθεί ρητά επί του ειδικότερου θέματος της δυνατότητας χρήσης προστατευόμενων από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας έργων για σκοπούς παρωδίας με απευθείας νομική βάση την ελευθερία της έκφρασης.
Ενώ θεωρητικά τέτοιες χρήσεις θα μπορούσαν να βρουν έρεισμα απευθείας στη συνταγματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, η απόλυτη προσέγγιση του Δικαστηρίου στην απόφαση Spiegel Online εμφανίζεται να απορρίπτει μια τέτοια δυνατότητα. Απομένει, ωστόσο, να διερευνηθεί το κατά πόσο η απουσία νομοθετικής καθιέρωσης της εξαίρεσης της παρωδίας σε εθνικές έννομες τάξεις όπως η κυπριακή και η ελληνική είναι συμβατή με το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.